Οι αιτίες εμφάνισης μιας βουβωνοκήλης σχετίζονται κυρίως με την αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης στη συγκεκριμένη περιοχή.

Η βουβωνοκήλη προκύπτει όταν ένα τμήμα του εντέρου ή κάποιου άλλου ενδοκοιλιακού σπλάχνου προπίπτει μέσα από το βουβωνικό πόρο και δημιουργεί ένα εξόγκωμα στη βουβωνική περιοχή. Η πάθηση αυτή δημιουργείται εξαιτίας της ύπαρξης ενός αδύναμου σημείου στο κατώτερο κοιλιακό τοίχωμα, μέσα από το οποίο πραγματοποιείται η πρόπτωση. Η βουβωνοκήλη μπορεί να εμφανιστεί είτε στη δεξιά είτε στην αριστερή πλευρά της βουβωνικής περιοχής, ωστόσο μπορεί να εντοπιστεί και αμφοτερόπλευρα. Οι αιτίες εμφάνισης της βουβωνοκήλης είναι διαφορετικές για κάθε ασθενή και συνήθως σχετίζονται με την άσκηση αυξημένης πίεσης στην ενδοκοιλιακή περιοχή.

Τα πιο συνήθη αίτια εμφάνισης βουβωνοκήλης που σχετίζονται με την αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης είναι αρχικά η παχυσαρκία, η υπερβολική άρση βαρών, η έντονη ενασχόληση με χειρωνακτικές εργασίες, αλλά και οι πολλαπλές εγκυμοσύνες. Στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, η υπερβολική άσκηση πίεσης στην ενδοκοιλιακή χώρα προκαλεί αδυναμία του κοιλιακού τοιχώματος και πρόπτωση τμήματος του εντέρου ή άλλου ενδοκοιλιακού σπλάχνου στη βουβωνική χώρα.

Άλλες αιτίες που σχετίζονται με την εκδήλωση βουβωνοκήλης είναι το κάπνισμα, η ύπαρξη χρόνιας δυσκοιλιότητας, η οποία αποδυναμώνει τα κοιλιακά τοιχώματα, ο χρόνιος βήχας εξαιτίας της ύπαρξης κάποιας νόσου στο αναπνευστικό σύστημα, η ηλικία, καθώς όσο περνούν τα χρόνια ο κίνδυνος εμφάνισης βουβωνοκήλης αυξάνεται σταδιακά, αλλά και η απότομη απώλεια σωματικού βάρους. Στα αίτια εμφάνισης βουβωνοκήλης συγκαταλέγεται επίσης ο υποσιτισμός, η πρόκληση κάποιου τραύματος στην κοιλιακή χώρα ή η αποδυνάμωση των τοιχωμάτων της ενδοκοιλιακής περιοχής εξαιτίας της διενέργειας κάποιας επέμβασης.

Σημαντικό παράγοντα εκδήλωσης βουβωνοκήλης συνιστά το ιστορικό κληρονομικής προδιάθεσης που παρουσιάζει το κάθε άτομο. Το κληρονομικό ιστορικό βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την ελαττωμένη ανθεκτικότητα και τη διαταραγμένη συνδεσμολογία που μπορεί να εντοπίζεται στο ενδοκοιλιακό τοίχωμα. Στους κληρονομικούς παράγοντες που ευθύνονται για την εμφάνιση βουβωνοκήλης συγκαταλέγονται παράλληλα και οι διαταραχές που σχετίζονται με τον μεταβολισμό του κολλαγόνου.

Κατά συνέπεια, τα άτομα που είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν τη συγκεκριμένη πάθηση είναι εκείνα που επιδίδονται σε βαριές χειρωνακτικές εργασίες ή και πραγματοποιούν έντονη άρση βαρών. Υποψήφιοι εμφάνισης βουβωνοκήλης είναι επίσης οι αθλητές,οι γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε πολλαπλές εγκυμοσύνες, τα άτομα με αυξημένο σωματικό βάρος. Χρόνιοι καπνιστές ή άτομα που υποφέρουν από χρόνια δυσκοιλιότητα παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης βουβωνοκήλης. Ωστόσο, μπορεί κάποιο άτομο που έχει διαγνωστεί με βουβωνοκήλη να μη συγκαταλέγεται σε καμία από τις παραπάνω περιπτώσεις.

Μία βουβωνοκήλη μπορεί να προκαλέσει στον ασθενή ενόχληση και αίσθημα πόνου. Τα συμπτώματα εντείνονται στην περίπτωση που το άτομο βήξει ή σκύψει προκειμένου να σηκώσει ένα αντικείμενο με αυξημένο βάρος. Ωστόσο, μπορεί να μην εκδηλώσει κανένα σύμπτωμα για αρκετό καιρό μετά την εμφάνισή της.

Η διάγνωση της βουβωνοκήλης πραγματοποιείται εύκολα με τη λήψη του ιστορικού του ασθενούς και τη διενέργεια φυσικής εξέτασης. Ο ιατρός εντοπίζει τη διόγκωση στη βουβωνική περιοχή. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, η πάθηση αυτή αντιμετωπίζεται χειρουργικά. Πλέον, κερδίζει σημαντικό έδαφος η προτίμηση της ελάχιστα επεμβατικής χειρουργικής αντί του ανοιχτού χειρουργείου. Η λαπαροσκοπική χειρουργική αποτελεί την προτιμώμενη επιλογή, εξαιτίας του μη επεμβατικού χαρακτήρα της, του ελάχιστου μετεγχειρητικού πόνου που προσφέρει και του άριστου αισθητικού αποτελέσματος, με μειωμένη πιθανότητα εμφάνισης υποτροπών.